Πώς Θα Ήταν η Κοκκινοσκουφίτσα...


αν την έγραφε ο...

Έντγαρ Άλλαν Πο

Στην παρυφή παλιού σκοτεινού περιελισσόμενου με μυστικό σκληρό βέλο δάσους, πάνω από το οποίο πετούσαν τα ύποπτα σύννεφα των δυσοίωνων αναθυμιάσεων και σαν να ακουγόταν εκεί μοιραίος ήχος των δεσμών, σε μυστικιστική φρίκη ζούσε η Κοκκινοσκουφίτσα.

Έρνστ Χεμινγουέι

Η μάνα μπήκε, αυτή έβαλε πάνω στο τραπέζι την τσάντα. Στην τσάντα βρισκόταν γάλα, άσπρο ψωμί και αυγά.
- Νάτο. - Είπε η μάνα.
- Τι; - ρώτησε η Κοκκινοσκουφίτσα.
- Αυτό, - είπε η μάνα, - θα φέρεις στην γιαγιά σου.
- Καλά - είπε η Κοκκινοσκουφίτσα.
- Και τα μάτια σου τέσσερα, - είπε η μάνα, - Λύκος.
- Ναι.
Η μάνα κοιτούσε πως η κόρη της που όλοι την έλεγαν Κοκκινοσκουφίτσα, γιατί αυτή πάντα φορούσε την κόκκινη σκουφίτσα, βγήκε, και κοιτάζοντας στη αποχωρούσα της κόρη η μάνα σκέφτηκε, πως είναι πολύ επικίνδυνο να την αφήσει μόνη της στο δάσος, και εκτός από αυτό αυτή σκέφτηκε, πως ο λύκος άρχισε να εμφανίζεται πάλι εκεί, και έχοντας αυτή την σκέψη, είχε νιώσει πως αρχίζει να ανησυχεί.

Γι ντε Μοπασάν

Ο λύκος την αντάμωσε. Αυτός την εξέτασε με αυτό το ιδιαίτερο βλέμμα, το οποίο ρίχνει έμπειρος παρισινός ακόλαστος στην κοκέτα της επαρχίας, η οποία προσπαθεί να κάνει την αγνή ακόμα. Αλλά αυτός πιστεύει στην αγνότητα της όχι περισσότερο από την ίδια και δήθεν ήδη βλέπει, πως αυτή γδύνεται, πως οι φούστες της πέφτουν η μία μετά την άλλη και αυτή μένει μόνο σε πουκαμίσα, αποκάτω από την οποία υπογραμμίζονται φιλήδονες μορφές του σώματος της.

Βικτόρ Γιουγό

Η Κοκκινοσκουφίτσα έτρεμε. Αυτή ήτανε μόνη της. Αυτή ήτανε μόνη της, σαν βελόνα στην έρημο, σαν κόκκος άμμου αναμεταξύ στα αστέρια, σαν γλαδιάτορας αναμεταξύ τα δηλητηριώδεις φίδια, σαν νυκτοβάτης στον φούρνο...

Τζακ Λόντον

Αλλά αυτή ήταν αντάξια κόρη της ράτσας της, στις φλέβες της έτρεχε δυνατό αίμα των άσπρων κατακτητών του Βοριά. Γι' αυτό, μη διστάζοντας, αυτή όρμησε στον λύκο, κατάφερε την συντριπτική γροθιά και αμέσως την επιβεβαίωσε με ένα κλασσικό απερκότ. Ο λύκος ετράπη εις φυγήν. Αυτή τον παρακολουθούσε με το βλέμμα, χαμογελώντας με το γοητευτικό γυναικείο της χαμόγελο.

Γιαροσλάβ Γκάσσεκ

- Οχ, πώς ρεζιλεύτηκα; - μουρμουρούσε λύκος. - Με μία λέξη χέστηκα.

Ονορέ ντε Μπαλζάκ

Ο λύκος έφτασε στο σπιτάκι της γιαγιάς και χτύπησε στην πόρτα. Αυτή η πόρτα είχε κατασκευάσει στη μέση του 17ου αιώνα με τον άγνωστο μάστορα. Αυτός την έγλυψε από την καναδική βαλανιδιά που ήτανε τότε της μόδας, της έδωσε την κλασσική μορφή και την κρέμασε στους σιδερένιους ρεζέδες, οι οποίοι κάποτε, μπορεί, να ήτανε καλοί, αλλά τώρα έτριζαν τρομερά. Η πόρτα δεν είχε ούτε στολίδια ούτε σχέδια, μόνο στη δεξιά κατώτερη γωνιά βλεπότανε μία τσουγκρανιά, για την οποία έλεγαν, ότι την έκανε με το δικό του σπιρούνι ο Σελεστέν ντε Σαβάρντ - ο ευνοούμενος της Μαρίας Αντουανέτας και ξάδερφος από τη μητρική γραμμή του παππού της γιαγιάς της Κοκκινοσκουφίτσας. Κατά τα άλλα, η πόρτα ήταν συνηθισμένη, και γι' αυτό δεν πρέπει να τη ζωγραφίσουμε με περισσότερες λεπτομέρειες.

Όσκαρ Ουάιλντ

Λύκος. Συγγνώμη, δεν ξέρετε το όνομά μου, αλλά...
Γιαγιά. Δεν έχει σημασία. Στη καινούρια κοινωνία το καλό όνομα έχει αυτός που δεν το έχει. Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμη; Λύκος. Ξέρετε... Λυπάμαι πολύ, αλλά ήρθα να σας φάω. Γιαγιά. Τι χαριτωμένα που είναι αυτό. Είστε πολύ ευφυής τζέντλεμαν. Λύκος. Αλλά το λέω σοβαρά. Γιαγιά. Και αυτό προσδίνει ιδιόμορφη λάμψη σε ευφυία σας. Λύκος. Χαίρομαι που δεν το βλέπετε σοβαρά το γεγονός που σας το παράθεσα. Γιαγιά. Τώρα το να βλέπεις σοβαρά τα σοβαρά πράγματα είναι η εκδήλωση του κακού γούστου. Λύκος. Και τι πρέπει να βλέπουμε σοβαρά; Γιαγιά. Βεβαιότατα, τις ανοησίες. Όμως είστε βαρετός. Λύκος. Πότε λοιπόν ο λύκος είναι βαρετός; Γιαγιά. Όταν ενοχλεί με τα ερωτήματα. Λύκος. Και γυναίκα; Γιαγιά. Όταν κανείς δεν μπορεί να τη θέσει στη θέση της. Λύκος. Είστε πολύ αυστηρή σε εαυτό σας. Γιαγιά. Υπολογίζω σε σεμνότητα σας. Λύκος. Μπορείτε να με πιστέψετε. Δεν θα πω ούτε μία λέξη σε κανένα (την τρώει). Γιαγιά. (Από την κοιλιά του Λύκου). Κρίμα ότι βιαστήκατε. Μόλις ετοιμαζόμουνα να σας πω μια διδακτική ιστορία.

Έριχ Μαρία Ρεμάρκ.

Πήγαινε σε μένα, - είπε Λύκος. Κοκκινοσκουφίτσα γέμισε δύο ποτηράκια με το κονιάκ και κάθισε στο κρεβάτι δίπλα σ' αυτόν. Αυτοί εισέπνεαν το γνωστό άρωμα του κονιάκ. Σε αυτό το κονιάκ ήτανε μελαγχολία και κούραση - μελαγχολία και κούραση του λυκόφωτος. Το κονιάκ ήταν η ίδια η ζωή.
- Βεβαίως, - είπε αυτή. - Για μας δεν υπάρχουν ελπίδες. Δεν έχω το μέλλον. Λύκος κρατούσε την σιωπή. Αυτός συμφωνούσε σ' αυτήν.

Copyrights & Disclaimer

Copyrights & Disclaimer